εκατοστό — το 1. καθένα από τα εκατό ίσα μέρη, στα οποία διαιρέθηκε μια ποσότητα ή ένα μέγεθος, το εκατοστημόριο: Το δεκάρικο είναι το εκατοστό του χιλιάρικου. 2. ποσό εκατό φορές λιγότερο ή μικρότερο από άλλο: Ο Α δεν έχει ούτε το εκατοστό από τις… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
εκατοστόμετρο — το μονάδα μήκους του Διεθνούς Συστήματος (SΙ), ίση με το ένα εκατοστό του μέτρου, το εκατοστό, ο πόντος (σύμβολο cm) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
εκατοστόμετρο — το μονάδα μήκους τού απόλυτου συστήματος μονάδων C.G.S. η οποία ορίζεται ως το εκατοστό τού μέτρου … Dictionary of Greek
εκατοστός — ή, ό (AM ἑκατοστός, ή, όν) αυτός που αντιστοιχεί κατά σειρά και κατά τάξη στον αριθμό εκατό, αυτός που βρίσκεται μετά τον ενενηκοστό ένατο και πριν τον εκατοστό πρώτο νεοελλ. 1. το ουδ. ως ουσ. το εκατοστό α) το εκατοστημόριο, κάθε ένα από τα… … Dictionary of Greek
πόντος — Επαρχία της Μικράς Ασίας, στο βόρειο τμήμα της Τουρκίας. Στα Β βρέχεται από τον Εύξεινο Πόντο, ενώ στα Α ορίζεται από την Κολχίδα, στα Δ από την Παφλαγονία και στα Ν από την Καππαδοκία. Ο Π. πήρε το όνομα αυτό και έγινε σημαντικός μόνο κατά τους… … Dictionary of Greek
πόντος — ο (λ. ιταλ.) 1. το ένα εκατοστό του μέτρου, εκατοστόμετρο, δάχτυλος: Πέντε πόντους πάχος. 2. μονάδα μέτρησης σε παιχνίδι: Το παιχνίδι θα τελειώσει στους 100 πόντους. 3. θηλιά πλεχτού υφάσματος, κυρ. γυναικείας κάλτσας: Έφυγαν από την κάλτσα της… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)